ἰσόστροφος

ἰσόστροφος
ἰσό-στροφος, ον,
A equally twisted, even,

χορδαί Nicom.Harm.6

.
II = ἀντίστροφος, S.E.M.7.6, Ammon.in APr.35.26: coupled with ἀντίστρ., Herm. in Phdr.p.189A.;

ἀνάγκη πᾶν πρὸς πᾶν ἢ ἰ. εἶναι ἢ ἕτερον Dam. Pr.312

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ισόστροφος — ἰσόστροφος, ον (Α) 1. (για χορδές) ίσα στριμμένος ή κλωσμένος 2. αντίστροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + στροφος (< στροφή < στρέφω), πρβλ. ομοιό στροφος, ετερό στροφος] …   Dictionary of Greek

  • ἰσόστροφος — equally twisted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσόστροφον — ἰσόστροφος equally twisted masc/fem acc sg ἰσόστροφος equally twisted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοστρόφους — ἰσόστροφος equally twisted masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσόστροφα — ἰσόστροφος equally twisted neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσόστροφοι — ἰσόστροφος equally twisted masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”